- προὔλαβε
- προέλαβε , προλαμβάνωtakeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προύλαβε — προέλαβε , προλαμβάνω take aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμένω — ΜΑ [μένω] μένω κάπου μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἐκ τοῡ οἴκου ἔνθα συνέμμενεν αὐτοῑς», Μαλάλ. β. «τὸ μὲν Νικίου στράτευμα... ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε αὐτῷ», Θουκ.) αρχ. 1. διατηρούμαι μαζί με κάτι άλλο («αἴτιον τοῡ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν» … Dictionary of Greek